τυμπανιστής

τυμπανιστής
drummer

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τυμπανιστής — ο, θηλ. τυμπανίστρια, ΝΑ [τυμπανίζω] αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης νεοελλ. (ειδικά) στρατιώτης, μαθητής ή αθλητής που χτυπά το τύμπανο για να δίνει και να διατηρεί τον βηματισμό φάλαγγας σε πορεία, ιδίως κατά τις παρελάσεις, ή… …   Dictionary of Greek

  • τυμπανιστής — ο θηλ. ίστρια 1. αυτός που χτυπά το τύμπανο, ο τυμπανοκρούστης, ο ταμπουρλιέρης. 2. στρατιώτης που χτυπά το τύμπανο σε βηματισμούς στρατιωτικών τμημάτων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τυμπανισταῖς — τυμπανιστής one who beats the masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανισταί — τυμπανιστής one who beats the masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανιστριῶν — τυμπανιστής one who beats the fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανιστρίαις — τυμπανιστής one who beats the fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανιστήν — τυμπανιστής one who beats the masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανιστῶν — τυμπανιστής one who beats the masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανίστρια — τυμπανιστής one who beats the fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανίστριαι — τυμπανιστής one who beats the fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τυμπανίστριαν — τυμπανιστής one who beats the fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”